- ενθένδε
- ἐνθένδε και αττ. επιτατ. τ. ἐνθενδὶ (Α)επίρρ.1. (για τόπο) από εδώ, από εκεί («στῆτε παρ' ἐμέ..., ἐνθένδε θ' ὑμεΐς», Αριστοφ.)2. (με ρήμ. κινήσεως) απ' εδώ, δηλ. απ' αυτόν τον κόσμο στον Άδη3. (για χρόνο) απ' αυτόν τον χρόνο, μετά απ' αυτό4. από ή σύμφωνα με την ακόλουθη σκέψη («ἐνθένδε ἂν μᾱλλον πᾱς τις ὁμολογήσειε ταὐτὰ ταῡτα», Πλάτ.)5. απ' αυτήν ακριβώς την πόλη («ἐνθένδ' αὐτόθεν», Αριστοφ.)6. (με άρθρο ως επίθ.) ο εξής, ο ακόλουθος, ο περαιτέρω («τὸν ἐνθένδ' ὡς ἔχει σκέψαι λόγον», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ένθεν + -δε].
Dictionary of Greek. 2013.